ολαρκτικός

ολαρκτικός
-ή, -ό βλ. ολοαρκτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολοαρκτικός — και ολαρκτικός, ή, ό φρ. «ολοαρκτική περιοχή» (βιολ. παλαιοντ.) βιογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τις ψυχρές, εύκρατες και υποτροπικές βόρειες περιοχές τού κόσμου πάνω από τις ερήμους τού Μεξικού και τής Σαχάρας και πάνω από την υδροκριτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”